- Στερεοελλαδίτης
- ο, θηλ. Στερεοελλαδίτισσα, Ν1. ο κάτοικος τής Στερεάς Ελλάδα2. αυτός που κατάγεται από την Στερεά Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Στερεά Ελλάδα + επίθημα -ίτης (πρβλ. Κυκλαδ-ίτης). Η λ., στον τ. Στερεοελλαδῖται, μαρτυρείται από το 1825 σε Έγγραφον τής Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.